προεξόφλημα

προεξόφλημα
το, Ν
η διαφορά χρηματικού ποσού ανάμεσα στην αξία κατά την προεξόφληση και κατά τη λήξη τής συναλλαγματικής που προεξοφλείται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προεξοφλώ. Η λ., στον πληθ. προεξοφλήματα, μαρτυρείται από το 188β στον 'Ισολογισμό Τραπέζης Βιομηχανικῆς Πίστεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”